top of page

Ματση


1.2.1985 Χτυπησα το κουδουνι της στην Πατριαρχου Ιωακειμ εκεινο το πρωι για να της κανω ένα πορτραιτο. Περιμενα ν' ανεβω σ’ ένα μεγαλο αστικο σπιτι, αντιθετα ομως κατεβηκα αρκετα σκαλια, μεχρι την πορτα ενος υπογειου διαμερισματος. Μου ανοιξε η ιδια. Ηταν ηδη αρκετα μεγαλη και φαινοταν κουρασμενη, ειχε ένα προβλημα στην κινηση. Το μικρο της διαμερισμα ηταν εξαιρετικα καλαισθητο, όλα τα ωραια πραγματα μιας ζωης ή ο,τι της ειχε μεινει τα ειχε μαζεψει εκει, ένα μικρο ομορφο κουκουλι κατω απ’τη γη, ο τελευταιος σταθμος. Ζουσε αρκετα χρονια σε αυτον το χωρο, μονη. Ειπαμε καποια τυπικα. Χτενισε τα μαλλια της μπροστα μου κρατωντας ένα μικρο καθρεφτη, τυλιξε φιλαρεσκα το ωραιο κασκολ γυρω από τον λαιμο της και με περιμενε. Πατησα τεσσερεις φορες το κουμπι της φωτογραφικης μηχανης και μετα την αφησα διπλα. Θα μπορουσα να το κυνηγησω περισσοτερο αυτό το πορτραιτο αλλα δεν μ’ ενδιεφερε: ημουν μαγεμενος. Της επιασα την κουβεντα, αρχισα να μιλαω νευρικα και γρηγορα για να φανω ενδιαφερων τυπος και αμεσως, ο αγενής, τη ρωτησα για τον Εμπειρικο. Εκανε μια κινηση σαν να μην ηθελε να μιλησει γι αυτόν. Αργοτερα θα μου ελεγε τι περνουσε με τους δημοσιογραφους που τη ρωτουσαν ΠΑΝΤΑ για τους τρεις μεγαλους ανδρες της ζωης της, τον Εμπειρικο, τον Καστοριαδη και τον Πικασσο, σαν η ιδια να μην υπηρξε ποτε. Γυρισε την κουβεντα: «μιληστε μου για σας», - και τι να της πω εγω, ενα παιδαρελι ημουν! - καταλαβα τοτε ποσο πολυ ηθελε ν’ακουσει καποιον. Μιλησαμε αρκετα, στην πορτα φευγοντας μου ειπε «ελατε παλι, αν θελετε». Πηγα και την επομενη και τη μεθεπομενη, και άλλες φορες. Κουβεντιαζαμε για τα πιο απλα πραγματα, για τα φυτα της στον ακαλυπτο, για ενα βιβλιο, μια ταινια παλια, για το που πηγαινα με τη φιλη μου, για το δικο της Παρισι της ελευθεριας χωρις ν' αναφερει ποτε τους τρεις διασημους. Και ξαφνικά μου έλεγε μια φράση, πεντε-δεκα λεξεις, και γω μετα σκεφτόμουν όλο το βράδυ εκείνη τη φράση. Και την άλλη μέρα, μια άλλη φράση. Μιλουσε αργα, χαμηλοφωνα. Μου μιλουσε παντα στον πληθυντικο. Δεν ηταν από ευγενεια επειδη εγω της μιλουσα ετσι – πως θα μπορουσα αλλιως, μας χωριζαν τοσα χρονια - δεν ηταν η αστικη της ευγενεια, οι καλοι της τροποι. Ηταν από τρυφεροτητα, ηταν ο πιο τρυφερος πληθυντικος που εχω ακουσει ποτε μου.. Αργοτερα μεσα στη χρονια εβγαλε το τελευταιο της βιβλιο, το «Διχως άλλο» και μου το εδωσε. Μετα από λιγο εφυγα και γω απ’ την Ελλαδα για να περιπλανηθω καποια χρονια στη βορεια Ευρωπη και πηρα το βιβλιο της μαζι μου. Στα τηλεφωνα με τον καιρο χαθηκαμε, δεν απαντουσε μετα απο καποιους μηνες, κοινους γνωστους δεν ειχαμε, δεν ηξερα τι κανει, το βιβλιο της όμως ηταν διπλα μου. Κοιμομουν καποια βραδια στα παρκινγκ των αυτοκινητοδρομων της Γερμανιας και το πρωι ξυπνουσα μεσα στο αυτοκινητο και το βιβλιο της ηταν εκει, το εβλεπα μολις ανοιγα τα ματια, εγω κι αυτο και γυρω ερημια. Διαβαζα έναν στιχο εκει, έναν στο επομενο παρκινγκ, μια σελιδα στο ξενοδοχειο της συμφορας που θα εμενα τη νυκτα. Σ’ένα τετοιο ξενοδοχειο το ξεχασα μια φορα, στην Αμβερσα, γυρισα από τη Γαλλια πισω και το βρηκα. Ένα βραδυ στα συνορα ο Ανατολικογερμανος αστυνομικος μου το ξεσκονισε σελιδα-σελιδα, πολλη ωρα, και μενα μαζι, σαν να προσπαθουσε να καταλαβει τον κωδικα και μετα μου το πεταξε στα μουτρα νευριασμενος: ”Poesien!”.. Όταν καποτε γυρισα στην Ελλαδα εμαθα ότι ειχε πεθανει. Καποια στιγμη και το βιβλιο της μπηκε στο ραφι της βιβλιοθηκης. Εμεινε εκει εικοσιπεντε χρονια, αλλαξε χρωμα. Και σημερα, καθως εψαχνα το αρχειο, βρηκα τη φωτογραφια της.. Την ειχα τελειως ξεχασει. Τον πιο ομορφο ανθρωπο που γνωρισα, τον ειχα ξεχασει. Την ειχα ξεχασει τη Ματση.

Recent Posts
Archive
Follow Us
No tags yet.
Search By Tags
  • Facebook Basic Square
bottom of page