A balloon at the Zoo / Ενα μπαλόνι στο Ζοο
Afternoon of 10th November '89, Berlin, the Wall has been open for 16 or 17 hours now. On the main boulevards of West Berlin, tens of thousands of East Germans who have rushed in during the last hours, wandering the streets, as if communists have seized the Western sector peacefully... On the main boulevard, and around the Zoo Station, you can barely walk. It’s getting dark and it’s unnaturally cold for the time of year. This crowd looks around enchanted, people ogle at the windows of the luxury shops of this street with the awe-filled eyes of little children. Every now and then, you can hear cries of surprise and exclamations of amazement. Outside the Zoo (the Zoo station), I see a large family, young and old playing with a balloon. They are excited, pushing the balloon in the air and then trying to catch it, as if they had never seen a balloon before... Time goes by and on street corners the Red Cross sets up small soup kitchens. They ladle hot soup in plastic containers to keep the people in the street warm. The crowd sits wherever they find free space -on steps, on the sidewalk- and eat this soup, frozen to the bone and exhausted. The excitement gradually fades away, because of the cold and fatigue. Yet, all those hours, everybody, both Eastern Germans and ourselves, felt that we have been living a great moment of history. The joy was overwhelming. Europe had changed overnight before our eyes, the walls had finally fallen and something new had begun from that day on in our continent, for all of us.
Απόγευμα της 10ης Νοεμβριου '89, το Τείχος έχει ανοίξει εδώ και 16-17 ώρες. Στις κεντρικές λεωφόρους του Δυτικού Βερολίνου, χιλιάδες Ανατολικογερμανοί που εισέβαλαν τις προηγούμενες ώρες. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι περιφέρονται στους δρόμους., σαν να κατέλαβαν ειρηνικά οι κομμουνιστές τον Δυτικό τομέα... Στη κεντρική λεωφόρο, την Κu’damm, και γύρω από τον σταθμό του Zoo, δεν μπορείς να περπατήσεις σχεδόν. Έχει σκοτεινιάσει και κάνει φοβερό κρύο για την εποχή. Όλο αυτό το πλήθος κοιτάζει γύρω του μαγεμμένο, περιφέρεται κοιτώντας τις βιτρίνες των πολυτελών καταστημάτων αυτού του δρόμου με ύφος μικρού παιδιού. Ακούς φωνές κι επιφωνήματα συνεχώς. Έξω απ’ το Zoo (τον σταθμό του Ζωολογικού Κήπου), βλέπω μια πολυμελή οικογένεια, μικρούς και μεγάλους να παίζουν μ’ ένα μπαλόνι, ενθουσιασμένοι, να το πετούν στον αέρα και να προσπαθούν να το πιάσουν, σαν να μην είχαν δει ποτέ τους μπαλόνι... Όλοι κρατούν μια άδεια σχεδόν πλαστική σακούλα που είχε ο,τι έφεραν από το σπίτι τους, κάποιο σάντουιτς ίσως, γιατί βέβαια δεν μπορούν γ’ αγοράσουν τίποτα επι τόπου, με τι λεφτά; Η ώρα περνάει και στις γωνίες των δρόμων ο Ερυθρός Σταυρός στήνει μικρά καζάνια για να δώσει μια ζεστή σούπα σε πλαστικό δοχείο στον κοσμάκη να μην παγώσει. Κάθονται όπου βρουν, στα σκαλιά, στο πεζοδρόμιο και τρώνε αυτή τη σούπα, ξυλιασμένοι και αποκαμωμένοι. Οικογένειες, μεγάλες παρέες, γειτονιές ολόκληρες από το Ανατολικό Βερολίνο είναι εκεί. Ο ενθουσιασμός καταλάγιαζε σιγά-σιγά απο το κρύο και την κούραση. Ολοι όμως, και οι Ανατολικοί και εμείς, νοιώθαμε οτι ζούσαμε μια μεγάλη στιγμή της Ιστορίας εκείνες τις ώρες, η χαρά ήταν ανείπωτη, η Ευρώπη άλλαξε σ' ενα βράδυ μπροστά στα μάτια μας, τα τείχη έπεσαν και κάτι άλλο ξεκινούσε απο εκείνη τη μέρα για την ήπειρό μας, για όλους μας.
The next morning, I walked along the Wall for hours. At one point, somewhere away from the center, a piece of it had been battered down and from the opening you could see the East German border guard still standing on the other side! One of those guards who, until only two days ago, made people tremble for fear... Now he just stood there, calm, and watched two girls who looked at the other side. There was nobody else around; absolute silence and cold. For me, that scene felt as if it was extinguishing forty-five years of Cold War, it was the end of an era. And that's where I took my very last photo.
Το επόμενο πρωινό, περπάτησα κατά μήκος του Τείχους πολλές ώρες. Σ' ένα σημείο μακριά από το κέντρο, είχαν ρίξει ένα κομμάτι του και στο άνοιγμα, από μέσα, στεκόταν ακόμη ο Ανατολικογερμανός συνοροφύλακας!... Ένας από αυτούς που έτρεμαν δύο μόλις μέρες πριν οι Ανατολικοί... Στεκόταν τώρα εκεί ήρεμος και παρατηρούσε δυο κοπέλες που κοίταζαν στην άλλη πλευρά. Κανείς άλλος τριγύρω, απόλυτη ησυχία και κρύο. Εκείνη η σκηνή ήταν για μένα σαν να έσβηνε σαράντα πέντε χρόνια ψυχρού πολέμου, ήταν το τέλος μιας εποχής. Εκεί έβγαλα την τελευταία μου φωτογραφία.