top of page
Pittas-445-2.jpg

 

 

Waldeinsamkeit: my journey -Preface to the first edition

I had “lost”, I had forgotten these photos for 25 years - later on I’ll explain why. When I found them again, a year ago, I was surprised with how old they looked, much older than their 25 years. Europe is changing today in a lightning fast pace and that’s why what I saw then, looks now like “another” Europe.

 

When I started all this in 1985, we had then a divided Europe, the Wall, two opposite camps, the Cold War, all that stuff. By that time I was a young person fascinated by Mitteleuropa, by its music, literature, history, everything. The division of Central Europe in particular –and consequently of whole Europe–, as well as the oppression in the East, overwhelmed me. And then I had this “idea” of traveling all over Europe, visiting European countries, Eastern and Western alike, photographing people living on both sides of the Wall, and presenting all these humans together in a book, beyond borders and barriers. A naïve and grandiose “plan”, like all youthful plans.

 

And that gave me the energy, the motivation to travel for the next five years all around Europe, from Lisbon to Warsaw, visiting 17 countries, always alone, with a small clunker running at 90km/h max, sleeping in it, spending the nights in highway parking lots or in the middle of nowhere, stopping in every city, walking for hours observing people in the streets, a big joy. And taking a few photos of them. And every winter I would return home to develop the films and work, waiting until springtime to take off again.

 

I visited Eastern Europe and I saw the misery in Romania, the oppression and fear in the eyes of people in East Germany and Czechoslovakia. And a somewhat milder life in Hungary and Poland. And at the same time I was visiting the West, and took pictures of western people in the exact same way as I did in the East. Western Europe wasn’t paradise for me, I was there to see the lonely, the elderly or the poor, most of the time. I soon realized that I wasn’t into “photojournalism”; I was unable to document reality. The only subjects I was really interested in were the human faces I could see in the streets, and the human condition, maybe.

 

And then, in 1989, the Wall collapsed, suddenly, without asking me whether I had completed the project or not... And my grandiose plan, a Europe with no walls, unified through photography, seemed more stupid than ever... So, I wondered what the heck I was doing all those years, what the point of all this was. The decompression was so abrupt. But I was in Berlin that cold November night and I lived the most exciting moments of my life, everybody there felt that way, we were living History, Freedom. Europe was changing before our eyes, walls were falling, it was magic.

 

When all came to pass, I had to go back home, with no other plans and terribly disappointed. What I had in hand was of no value in my eyes. It wasn't “documentation”, photojournalism, it wasn't “art” either (“art photography” was something I couldn’t even stand). I felt that my work had no place anywhere. I had done something very personal and old-fashioned because that was me. And I didn't want to make a career on that, I had no motivation anymore. So, I buried the negatives away in a storage room and forgot them completely. And with them I buried that part of my life. I had family and a job to feed my family and I was happy with my new life, never missed the old days, never said anything and never showed the photos to anybody, not even my wife. I had totally forgotten my past and my photos, for 25 years.

 

And then, in March 2014, I found the old Minox in a drawer –all photos were shot with this little marvel. I remembered what I had done with it and found the negatives, in good condition. I scanned a few frames and uploaded them in Facebook. To my great surprise, they were a success with my friends there, and it was a big surprise for me because –I mean it– I’d never thought that anyone would be interested in my work. And then I uploaded more and more. I thought then that these human faces I saw in the streets of Europe in the 80s should not disappear with me, that they could live in a book. I made a first selection of 95 photos from the archive -et voilà! Here is the book, dedicated to my Facebook friends, to whom I owe everything.

 

And last but not least, I want to express my gratitude to all of you who bought this book, which was made totally independently, without funds or sponsors or publishing houses backing it up. This is a labour of love -love for Europe and the Europeans. I am writing these lines a few days after the horrible attacks in Paris. L'Europe vaincra.

 

 

16.11.15

Πρόλογος στην πρώτη έκδοση

Είχα χάσει, είχα "ξεχάσει" αυτές τις φωτογραφίες για εικοσιπέντε χρόνια. Όταν τις ξαναβρήκα, πριν ένα χρόνο, μου έκανε μεγάλη εντύπωση το πόσο παλιές φαίνονταν, πολύ πιο παλιές από τα εικοσιπέντε τους χρόνια. Η Ευρώπη σήμερα αλλάζει με ρυθμούς αστραπιαίους και ό,τι είδα τότε, φαντάζει τώρα σαν μια "άλλη" Ευρώπη.

Όταν ξεκινούσα, το 1985, είχαμε ακόμη μια Ευρώπη χωρισμένη στα δύο, το Τείχος, τα δύο εχθρικά μεταξύ τους στρατόπεδα, τον Ψυχρό Πόλεμο. Ήμουν τότε ένας νεαρός με πάθος για τη Μεσευρώπη: η μουσική της, η λογοτεχνία της, οι άλλες τέχνες, ο πολιτισμός που ερχόταν από εκεί, όλα με γοήτευαν. Η διχοτόμηση της Κεντρικής Ευρώπης - και κατά συνέπεια όλης της Ευρώπης - ήταν κάτι που με συγκλόνιζε, από τη στιγμή που πρωτοείδα, φοιτητής, το Τείχος του Βερολίνου. Είχα τότε την ιδέα να ταξιδέψω σε όλη την ήπειρό μας, σε όλες τις χώρες, δυτικές και ανατολικές, να φωτογραφίσω τους Ευρωπαίους που ζούσαν και από τις δύο πλευρές του Τείχους, και να τους δείξω όλους μαζί σε ένα βιβλίο, σαν μια ενιαία Ευρώπη, χωρίς σύνορα και τείχη, σαν μια οικογένεια. Αφελές και μεγαλεπήβολο σχέδιο, όπως όλα τα νεανικά σχέδια.

 

Όμως, το αφελές αυτό σχέδιο μου έδωσε το κίνητρο και την ενέργεια για να περιπλανηθώ επί πέντε χρόνια σε όλη σχεδόν την τότε Ευρώπη, από τη Λισαβόνα μέχρι τη Κρακοβία και από το Παρίσι μέχρι το Βουκουρέστι, σε δεκαεπτά χώρες. Ταξίδευα με ένα σαραβαλάκι - το ελληνικότατο Pony για όποιον το θυμάται -, με 90 χιλιόμετρα την ώρα, κοιμόμουν μέσα σ’ αυτό, στα πάρκινγκ των αυτοκινητοδρόμων και στις ερημιές, πάντα μόνος. Και η μεγάλη μου χαρά ήταν να σταματάω σε κάθε πόλη και να παρατηρώ τους ανθρώπους στους δρόμους, να τους φωτογραφίζω. Και κάθε χειμώνα επέστρεφα στην Ελλάδα για να δουλέψω και την επόμενη άνοιξη ξαναέφευγα.

Είδα όλο το Ανατολικό Μπλοκ, είδα την εξαθλίωση στη Ρουμανία, την καταπίεση και τον φόβο στα μάτια των ανθρώπων στην Ανατολική Γερμανία και την Τσεχοσλοβακία. Και μια κάπως καλύτερη ζωή στην Ουγγαρία και την Πολωνία. Και ταυτόχρονα επισκεπτόμουν και τις δυτικές χώρες και φωτογράφιζα και εκεί τους ανθρώπους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Η Δύση για μένα δεν ήταν παράδεισος, έβλεπα κι εκεί τα ίδια πρόσωπα σχεδόν, τους ηλικιωμένους, τους φτωχούς, τα παιδιά, τις γυναίκες. Κατάλαβα πολύ γρήγορα ότι δεν έκανα “φωτορεπορτάζ”, ήμουν ανίκανος να καταγράψω ρεαλιστικά την πραγματικότητα. Αν κάτι με ενδιέφερε, αυτό ήταν τα πρόσωπα που έβλεπα και η ανθρώπινη μοίρα.

 

Και ξαφνικά, μια νύχτα του 1989, το Τείχος έπεσε, χωρίς να με ρωτήσει αν είχα τελειώσει το “πρότζεκτ”... Έμεινα ξαφνικά χωρίς αντικείμενο. Και το μεγαλεπήβολο σχέδιο, μια Ευρώπη χωρίς σύνορα μέσα από τη φωτογραφία, φαινόταν τώρα πιο υπερφίαλο κι ανόητο παρά ποτέ... Αναρωτήθηκα τι στην ευχή έκανα τόσα χρόνια, τι νόημα είχε όλο αυτό. Αλλά ήμουν κι εγώ στο Βερολίνο εκείνη τη κρύα νύχτα του Νοεμβρίου, ενθουσιασμένος μαζί με όλους τους άλλους, έζησα τις μεγαλύτερες στιγμές της ζωής μου, όλοι εκεί νοιώσαμε έτσι, ζούσαμε την Ιστορία, την Ελευθερία, η Ευρώπη άλλαζε μπροστά στα μάτια μας, η ατμόσφαιρα ήταν μαγική!

 

Όταν όμως μου πέρασε ο ενθουσιασμός, τα μάζεψα και γύρισα στην Ελλάδα, φοβερά απογοητευμένος. Ένοιωθα ότι αυτό που είχα κάνει δεν άξιζε, καθώς δεν ήταν ούτε “καταγραφή”, ρεπορτάζ, ούτε “τέχνη” (ειδικά τη λεγόμενη “φωτογραφία τέχνης” την απεχθανόμουν). Ένοιωθα ότι η δουλειά μου δεν είχε θέση πουθενά. Είχα κάνει κάτι πολύ προσωπικό και δεν ήθελα να χτίσω καριέρα πάνω του, δεν είχα και κίνητρο πια. Γι’ αυτό πήρα τα αρνητικά και τα έθαψα βαθιά μέσα στην αποθήκη μου. Και μαζί με αυτά έθαψα και εκείνο το κομμάτι της ζωής μου. Έκανα οικογένεια και μια δουλειά για να συντηρήσω την οικογένειά μου και ήμουν ευτυχισμένος με τη νέα μου ζωή, οι παλιές μέρες δεν μου έλειπαν καθόλου, δεν μιλούσα σε κανένα για αυτές, ούτε έδειξα ποτέ σε κανένα τις φωτογραφίες μου, ούτε καν στη γυναίκα μου. Με τον καιρό τις ξέχασα κι εγώ ο ίδιος. Και έτσι πέρασαν εικοσιπέντε χρόνια.

 

Ώσπου τον Μάρτιο του 2014 βρήκα σ’ ένα συρτάρι την παλιά Minox – όλες οι φωτογραφίες έγιναν με αυτό το μικρό θαύμα. Θυμήθηκα ότι κάτι είχα κάνει κάποτε με αυτήν, έψαξα και βρήκα τα αρνητικά στην αποθήκη, σε καλή κατάσταση. Από περιέργεια σκανάρισα μερικά και τα ανάρτησα στο διαδίκτυο. Προς μεγάλη μου κατάπληξη, συγκίνησαν κάποιους ανθρώπους. Έμεινα κατάπληκτος, το ξαναλέω, γιατί πίστευα ότι η δουλειά μου δεν ενδιέφερε κανέναν, ότι όσα είχα κάνει τότε ήταν μια νεανική τρέλα και μόνο. Ανάρτησα πολλές φωτογραφίες μετά τις πρώτες και τότε σκέφτηκα ότι αυτά πρόσωπα που είδα στους δρόμους της Ευρώπης τη δεκαετία του 80 και τα είχα κλεισμένα τόσα χρόνια στα κουτιά δεν θα έπρεπε να χαθούν μαζί με εμένα, ότι θα μπορούσαν να ζήσουν σε ένα βιβλίο. Έκανα μια πρώτη επιλογή 95 φωτογραφιών από το αρχείο και ιδού το αποτέλεσμα, μια έκδοση αφιερωμένη στους φίλους μου του Facebook στους οποίους οφείλω τα πάντα.

Θέλω να ευχαριστήσω θερμά εσάς που αγοράσατε το βιβλίο, που έγινε χωρίς κάποια στήριξη ή χορηγία ή εκδοτικό οίκο πίσω του. Είναι έργο αγάπης και μόνο - αγάπης για την Ευρώπη και τους Ευρωπαίους. Γράφω αυτές τις γραμμές λίγες μόνο μέρες μετά τις φρικιαστικές επιθέσεις στο Παρίσι. L'Europe vaincra.


16.11.15

© 2018 Constantin Pittas
bottom of page